- ασυνέριστος
- και ασυνόριστος, -η, -ο[συνερίζομαι]1. εκείνος τον οποίο δεν συνερίζεται κάποιος, δεν τον παίρνει δηλαδή στα σοβαρά2. αυτός τον οποίο δεν πρέπει να συνερίζεται κανείς, ακόμη και αν προκαλείται («ο γέρος είναι ασυνέριστος»)3. μαλακός, ανεκτικός, πράος.
Dictionary of Greek. 2013.