ασυνέριστος

ασυνέριστος
και ασυνόριστος, -η, -ο
[συνερίζομαι]
1. εκείνος τον οποίο δεν συνερίζεται κάποιος, δεν τον παίρνει δηλαδή στα σοβαρά
2. αυτός τον οποίο δεν πρέπει να συνερίζεται κανείς, ακόμη και αν προκαλείται («ο γέρος είναι ασυνέριστος»)
3. μαλακός, ανεκτικός, πράος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ασυνέριστος — η, ο επίρρ. α εκείνος τον οποίο δε συνερίζεται κανείς, δεν τον παίρνει στα σοβαρά: Τέτοιους ανθρώπους τους αφήνει κανείς ασυνέριστους. Ουσ. ασυνερισιά, η …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ασυνερισιά — η [ασυνέριστος] το να μην οργίζεται κανείς από τις πράξεις ή τα λόγια κάποιου άλλου, ανεκτικότητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”